- ἀραίωμα
- ἀραίωμαintersticeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αραίωμα — το (AM ἀραίωμα) 1. η αραίωση 2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ. νεοελλ. διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεων αρχ. χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα … Dictionary of Greek
αραίωμα — το η απόσταση ανάμεσα σε πράγματα, η χαλαρή σύσταση: Τα κλήματα θέλουν αραίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀραιωμάτων — ἀραίωμα interstice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιώμασι — ἀραίωμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιώμασιν — ἀραίωμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιώματα — ἀραίωμα interstice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιώματος — ἀραίωμα interstice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθολόγημα — το 1. μάζεμα, συλλογή λουλουδιών 2. (φυτοκομία) το κόψιμο, το αραίωμα των μπουμπουκιών ενός φυτού για να ενισχυθεί το φυτό και να μπορέσει να θρέψει τα υπόλοιπα, κορφολόγημα … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
ανάριωμα — το, ατος το αραίωμα: Tα σκόρδα θέλουν ανάριωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)